πανηγύρισμα

πανηγύρισμα
το, ΝΜΑ [πανηγυρίζω]
πανηγυρισμός
νεοελλ.-μσν.
εκκλ. επίσημος εορτασμός αγίου σε μια περιοχή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γιόρτασμα — το ο εορτασμός, το να γιορτάζει κανείς, το πανηγύρισμα: Το γιόρτασμα διακόπηκε μόλις μάθαμε τη θλιβερή είδηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”